- επαυχώ
- ἐπαυχῶ, -έω (Α)1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.)2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ' ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑἐπεύχεται».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυχώ «καυχιέμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.